- ἀσπερχές
- ἀσπερχέςhotlyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασπερχές — ἀσπερχές επίρρ. (Α) ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α (αθροιστικό επιτακτικό) + πιθ. *σπέρχος, το (< σπέρχομαι), τού οποίου το ένσιγμο θ. εναλλάσσεται με το επίθημα * nο στον τ. σπερχνός (πρβλ. έρεβος ερεμνός)] … Dictionary of Greek
κλονώ — (AM κλονῶ, έω) [κλόνος] ταράζω, προκαλώ απώλεια σταθερότητας, κλονίζω* (α. «ψάμαθοι κύμασιν ριπαῖς τ ἀνέμων κλονέονται», Πίνδ. β. «πάθη κλονεῖν τὴν ψυχήν», Φίλ.) αρχ. 1. προκαλώ σε κάποιον σύγχυση ή τρέπω σε φυγή («Ἕκτορα δ ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ… … Dictionary of Greek
sperĝh-, spreĝh-, nasal. sprenĝh- — sperĝh , spreĝh , nasal. sprenĝh English meaning: to hurry, to spring Deutsche Übersetzung: ‘sich hastig bewegen, eilen, springen” Note: Erweit. from sper “ twitch, schnellen”. Material: O.Ind. spr̥háyati “begehrt,… … Proto-Indo-European etymological dictionary